- ψευδό-φημος
ψευδό-φημος, von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδό-φημος, von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόφημος — η, ο (AM κακόφημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία») μσν. αρχ. αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek