- ψευδό-χρῡσος
ψευδό-χρῡσος, von unächtem Golde, aussehend wie Gold, σκεῦος, neben κίβδηλος, Plut. discr. am. et adul. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδό-χρῡσος, von unächtem Golde, aussehend wie Gold, σκεῦος, neben κίβδηλος, Plut. discr. am. et adul. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόχρυσος — ἰσόχρυσος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσον ονομασία αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγό χρυσος, ψευδό χρυσος] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek