- χῑλί-αρχος
χῑλί-αρχος, ὁ, = χιλιάρχης, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑλί-αρχος, ὁ, = χιλιάρχης, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλίαρχος — ο, ΝΜΑ, και χειλίαρχος Α στρ. διοικητής χιλίων ανδρών, χιλιαρχίας νεοελλ. (κατά την εποχή τής Επανάστασης και, ιδίως, τού Καποδίστρια) διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας αρχ. 1. (στους Πέρσες και στους Μακεδόνες) τίτλος αξιωματούχου τής… … Dictionary of Greek