- χῑλί-ωρος
χῑλί-ωρος, von tausend Jahren, χρόνος, Lycophr. 1153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑλί-ωρος, von tausend Jahren, χρόνος, Lycophr. 1153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλίωρος — ον, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. δωδεκά ωρος] … Dictionary of Greek