- χῑλί-ανδρος
χῑλί-ανδρος, tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑλί-ανδρος, tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρίανδρος — μυρίανδρος, ον (Α) 1. αυτός που περιλαμβάνει δέκα χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους 2. (για πόλη) αυτός που έχει μεγάλο πλήθος κατοίκων, ο πολυπληθής, ο πολυάνθρωπος («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) … Dictionary of Greek
χιλίανδρος — ον, ΜΑ (για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρί ανδρος, τρί ανδρος] … Dictionary of Greek