χῑλι-ετής

χῑλι-ετής

χῑλι-ετής, ές, gen. έος, auch χιλιέτης, ὁ, tausendjährig; Pind. frg. 156; Plat. Phaedr. 249 e und öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιέτης — ἡμιέτης, ες (Α) αυτός που έχει ηλικία μισού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ετης (< έτος), πρβλ. δι έτης, χιλι έτης] …   Dictionary of Greek

  • μυριετής — μυριετής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῑ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι… …   Dictionary of Greek

  • χιλιονταετής — ές, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοντάς + ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι ετής] …   Dictionary of Greek

  • χιλιέτης — και χιλιοέτης και χειλιέτης, ὁ, ἡ, Α 1. χιλιετής (α. «βίος χιλιέτης», Αριστοτ. β. «καὶ ἐν τῇ χιλιέτει πορείᾳ», Πλάτ.) 2. φρ. «χειλιέτης ἀγων» εορτασμός τής χιλιοστής επετείου από την ίδρυση τής Ρώμης επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + έτης (<… …   Dictionary of Greek

  • χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”