χῑο-γενής

χῑο-γενής

χῑο-γενής, ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κρητογενής — Κρητογενής, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο γεννημένος την Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Κυνθο γενής, Χιο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Κυνθογενής — Κυνθογενής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που γεννήθηκε στο όρος Κύνθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύνθος + γενής (< γένος), πρβλ. Δηλο γενής, Χιο γενής] …   Dictionary of Greek

  • χιογενής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ερεικίδες μσν. αρχ. (για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο γενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”