- χῑλι-ετηρίς
χῑλι-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeit von tausend Jahren, Suid., fem. zum Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χῑλι-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeit von tausend Jahren, Suid., fem. zum Folgdn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλιονταετηρίς — ίδος, ἡ, Α χιλιετηρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοντάς + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. χιλι ετηρίς] … Dictionary of Greek
χιλιετηρίδα — η / χιλιετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και χιλιοετηρίς Μ περίοδος χιλίων ετών, χιλιετία νεοελλ. η χιλιοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς/ ίδα] … Dictionary of Greek