- χάβος
χάβος, ὁ, = κημός, Schol. Ar. Equ. 1147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάβος, ὁ, = κημός, Schol. Ar. Equ. 1147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαβός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «καμπύλος, στενός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που δεν απαντά σε κείμενα, αλλά παραδίδεται μόνο από τα λεξικά. Πρόκειται μάλλον για αρχ. επίθ. που δηλώνει ένα φυσικό ελάττωμα και από το θ. τού οποίου έχουν σχηματιστεί τα παρωνύμια… … Dictionary of Greek
χάβος — ο, ΝΑ νεοελλ. γκρεμός αρχ. κημός*, φίμωτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. χαβός*] … Dictionary of Greek
χαβόν — χαβός masc acc sg χαβός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάβον — χάβος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαβιά — η, και χαβί, το, Ν 1. βρόχος που μπαίνει στην κάτω σιαγόνα αλόγου ή άλλου υποζυγίου ως χαλινός ή για τιθάσευση τού ζώου 2. η στομίδα, το μεταλλικό εξάρτημα τού χαλινού που εισάγεται στο στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάβος «χαλινάρι, φίμωτρο» + κατάλ. –ιά… … Dictionary of Greek
χαβώνω — Ν [χάβος] βάζω χαλινάρι … Dictionary of Greek
χαμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «καμπύλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον άλλο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χαβόν καμπύλον (βλ. λ, χαβός)] … Dictionary of Greek
kha kha! — kha kha! English meaning: interjection of laughter Deutsche Übersetzung: Interjektion of Lachens Note: with partly einzelsprachlicher neologism Material: O.Ind. kákhati (Gramm.) “lacht”; Arm. xaxank “ laughter “, Gk. καχάζω… … Proto-Indo-European etymological dictionary