- χάνος
χάνος, εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάνος, εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάνος — mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… … Dictionary of Greek
χάνος — ο (λ. τουρκ.), ηγεμόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανός — χᾱνός , χάν goose masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνει — χάνος mouth neut nom/voc/acc dual (attic epic) χάνεϊ , χάνος mouth neut dat sg (epic ionic) χάνος mouth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνη — χάνος mouth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χάνος mouth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνην — χάνος mouth neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνους — χάνος mouth neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ĝhan- — ĝhan English meaning: to yawn Deutsche Übersetzung: “gähnen, klaffen” Material: Gk. Hom. ἔχανον Aor. (lit. Imperf. to *χα νᾱ μι, *χά νω), κέχηνα perf. (Dor. κεχά̄ναντι) “ yawn, klaffen” (thereafter Lateeres present χαίνω), τὸ… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αειχανής — ἀειχανής, ές (Μ) αυτός που πάντοτε χάσκει, που παραμένει πάντα ανοιχτός (για τους βυθούς τής αβύσσου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χανὴς < χάνος, το (= ανοικτό στόμα, άνοιγμα) ή από το ἔχανον, αόρ. β τού χάσκω] … Dictionary of Greek
ευρυχανής — εὐρυχανής, ές (ΑΜ) ο πολύ ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. α χανής, ημι χανής] … Dictionary of Greek