- χάνη
χάνη od. χάννη, ἡ, auch χάννος, ὁ, ein Meerfisch, von seinem weiten Maule benannt, Arist. H. A. 4, 11. 8, 2; in Italien jetzt noch canna.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάνη od. χάννη, ἡ, auch χάννος, ὁ, ein Meerfisch, von seinem weiten Maule benannt, Arist. H. A. 4, 11. 8, 2; in Italien jetzt noch canna.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάνη — χάνος mouth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χάνος mouth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνῃ — χάσκω yawn aor subj mp 2nd sg χάσκω yawn aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
Χρυσή Ορδή — Μογγολική δυναστεία (13ος αι.) που ιδρύθηκε από τον Μπατού, ο οποίος ξεκίνησε στρατηγός υπό τις διαταγές του Ογκοντάυ, γιου του Τζενγκίς Χαν. Οι Μογγόλοι της X.Ο. εισέβαλαν μεταξύ 1237 και 1240 σε όλη τη νότια και κεντρική Ρωσία: ο Μπατού όρισε… … Dictionary of Greek