χοίρινος

χοίρινος

χοίρινος, = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοίρινος — η, ο / χοίρινος, ίνη, ον, ΝΑ ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.) νεοελλ. παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία… …   Dictionary of Greek

  • χοιρινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή αυτός που προέρχεται από χοίρο, χοίρινος, χοίρειος («χοιρινά λουκάνικα») 2. το ουδ. ως ουσ. το χοιρινό το κρέας τού χοίρου 3. παροιμ. «από χοιρινό τουλούμι κρασί μην πιεις ποτέ σου» να μην… …   Dictionary of Greek

  • χοιρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χοίρο, αυτός που προέρχεται από το χοίρο: Το χοιρινό κρέας είναι φτηνότερο από το μοσχαρίσιο. 2. το ουδ. ως ουσ., χοιρινό το κρέας του χοίρου, το γουρουνίσιο κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιρίνων — χοίρινος of hog s skin fem gen pl χοίρινος of hog s skin masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρινον — χοίρινος of hog s skin masc acc sg χοίρινος of hog s skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρινᾶν — χοίρινος of hog s skin masc/fem gen pl (doric) χοιρίνας cake masc gen pl (doric aeolic) χοῑρινᾶν , χοιρίνη small sea mussel fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρίναις — χοίρινος of hog s skin fem dat pl χοιρίνας cake masc dat pl χοῑρίναις , χοιρίνη small sea mussel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρίνη — χοίρινος of hog s skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) χοιρίνας cake masc voc sg χοῑρίνη , χοιρίνη small sea mussel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρίνην — χοίρινος of hog s skin fem acc sg (attic epic ionic) χοιρίνας cake masc acc sg (attic epic ionic) χοῑρίνην , χοιρίνη small sea mussel fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρίνης — χοίρινος of hog s skin fem gen sg (attic epic ionic) χοιρίνας cake masc nom sg χοῑρίνης , χοιρίνη small sea mussel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”