- χοίρειος
χοίρειος, vom Schweine, schweinern; κρέα Ar. Ran. 338; Xen. An. 4, 5,31; Pollian. 3 (XI, 128).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοίρειος, vom Schweine, schweinern; κρέα Ar. Ran. 338; Xen. An. 4, 5,31; Pollian. 3 (XI, 128).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοίρειος — of a swine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρειος — α, ο / χοίρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοίρεος, έη, ον, Α [χοῑρος] (λόγιος τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός (α. «χοίρειο κρέας» β. χοίρειος κόπρος», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοίρειον και επικ. τ. χοίρεον το… … Dictionary of Greek
χοιρείων — χοίρειος of a swine fem gen pl χοίρειος of a swine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρειον — χοίρειος of a swine masc acc sg χοίρειος of a swine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρεον — χοίρειος of a swine masc acc sg (epic) χοίρειος of a swine neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρείοις — χοίρειος of a swine masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρείοισι — χοίρειος of a swine masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρείου — χοίρειος of a swine masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρείους — χοίρειος of a swine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρείῳ — χοίρειος of a swine masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρέου — χοίρειος of a swine masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)