χοίρεος

χοίρεος

χοίρεος, p. = χοίρειος, χοίρεα, sc. κρέατα, Schweinefleisch, Od. 14, 81.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοίρεος — έη, ον, Α (επικ. τ.) βλ. χοίρειος …   Dictionary of Greek

  • χοίρειος — α, ο / χοίρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοίρεος, έη, ον, Α [χοῑρος] (λόγιος τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός (α. «χοίρειο κρέας» β. χοίρειος κόπρος», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοίρειον και επικ. τ. χοίρεον το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”