χημεία

χημεία

χημεία, , und


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — η η επιστήμη που σπουδάζει τις ιδιότητες των διάφορων ουσιών και τις αλλοιώσεις που παθαίνουν αυτές με την επίδραση άλλων ουσιών: Χημεία διδάσκεται και στα σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγροχημεία ή γεωργική χημεία — Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των χημικών και βιοχημικών διεργασιών που διεξάγονται στο έδαφος και στα φυτά και κατά τις οποίες διάφορες ουσίες μεταφέρονται από το έδαφος και τον αέρα στα φυτά και αντίστροφα. Η α. ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική χημεία — Εφαρμοσμένος κλάδος της χημείας που ερευνά τις μεθόδους ανίχνευσης των συστατικών μιας ουσίας και προσδιορισμού της ποσότητάς της σε αυτή. Χωρίζεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) την ποιοτική ανάλυση, που έχει αντικείμενό της τις μεθόδους για… …   Dictionary of Greek

  • Chemistry (etymology) — In the history of science, the etymology of the word chemistry is a debatable issue. It is agreed that the word derives from the word alchemy, which is a European one, derived from the Arabic al kīmīā (الكيمياء). The Arabic term is derived from… …   Wikipedia

  • Química (etimología) — Saltar a navegación, búsqueda |art=Chemistry (etymology)|ci=en}} En la historia de la ciencia, la etimología de la palabra química es un asunto controvertido.[1] Está claro que la palabra alquimia es europea, derivada de una arábica, pero el… …   Wikipedia Español

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Σιτσανμπερζέ, Πολ — (Schutzenberger, 1829 – 1897). Γάλλος χημικός. Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά αργότερα στράφηκε προς τη φυσική και τη χημεία. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο Κολέγιο της Γαλλίας και στη συνέχεια διευθυντής της Σχολής της Φυσικής και της… …   Dictionary of Greek

  • Ρόμπινσον, σερ Ρόμπερτ — (Robinson, Μπάφορντ, Τσέστερφιλντ 1886 – Γκρέιτ Μίσεντεν 1975). Άγγλος χημικός. Ρόμπινσον, σερ ΡόμπερτΑφού δίδαξε οργανική χημεία σε διάφορα αγγλικά πανεπιστήμια, από το 1930 έως το 1955 διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από… …   Dictionary of Greek

  • Alchemy — Alchemist redirects here. For other uses, see Alchemist (disambiguation). For other uses, see Alchemy (disambiguation). Page from alchemic treatise of Ramon Llull, 16th century Alchemy is an influential philosophical tradition whose early… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”