- χονδρός
χονδρός, 1) graupenartig, -ähnlich; Ar. Ach. 495, wo aber χόνδρους ἅλας accentuirt ist; Arist. meteor. 2, 3 probl. 21, 9. – 2) knorplig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χονδρός, 1) graupenartig, -ähnlich; Ar. Ach. 495, wo aber χόνδρους ἅλας accentuirt ist; Arist. meteor. 2, 3 probl. 21, 9. – 2) knorplig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χονδρός — granular masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρος — granule masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χόνδρος — ο ζωικός ιστός τραχύς και ελαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χονδρά — χονδρός granular neut nom/voc/acc pl χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc/acc dual χονδρά̱ , χονδρός granular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρῶν — χονδρός granular fem gen pl χονδρός granular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδραί — χονδρός granular fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροῖς — χονδρός granular masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροί — χονδρός granular masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)