χηνιδής, έως, ὁ, = Vorigem (?), vgl. Bast epist. crit. p. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηνιδής — οῡς, ὁ, Α βλ. χηνιδεύς … Dictionary of Greek
χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek