- χαλαί-πους
χαλαί-πους, ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v. l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλαί-πους, ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v. l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
χαλαίπους — ουν, Α αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταί πους] … Dictionary of Greek