- χαλκέ-οπλος
χαλκέ-οπλος, mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκέ-οπλος, mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλοπλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ οπλος] … Dictionary of Greek
χαλκέοπλος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο) (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ οπλος, ῥίψ οπλος] … Dictionary of Greek