- χαλκ-έμ-βολος
χαλκ-έμ-βολος, mit ehernem Schiffsschnabel, ναῦς Plut. Cim. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-έμ-βολος, mit ehernem Schiffsschnabel, ναῦς Plut. Cim. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανέμβολος — κυανέμβολος, ον (Α) κυανόπρωρος* («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ βολος (< ἐμ βάλλω), πρβλ. τρι έμ βολος, χαλκ έμ βολος] … Dictionary of Greek