- χαλκ-έλατος
χαλκ-έλατος, poet. = χαλκήλατος, πέλεκυς Pind. Ol. 7, 36, u. sp. D., wie Paul. Sil. 16 (V, 217) χαλκελάτους ϑαλάμους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-έλατος, poet. = χαλκήλατος, πέλεκυς Pind. Ol. 7, 36, u. sp. D., wie Paul. Sil. 16 (V, 217) χαλκελάτους ϑαλάμους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek