χαλκο-χάρμης

χαλκο-χάρμης

χαλκο-χάρμης, , in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιππιοχάρμης — ἱππιοχάρμης, ὁ (Α) 1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα 2. αναβάτης ίππου, ιππέας 3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» ο θόρυβος τής συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιπποχάρμης — ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α) ιππιοχάρμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηρο χάρμης, χαλκο χάρμης] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροχάρμης — ὁ, Α (για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα 2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα 3. (κατ επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο χάρμης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”