χαλκο-φάλαρος

χαλκο-φάλαρος

χαλκο-φάλαρος, von Erz od. Kupfer glänzend, damit geschmückt, δώματα Ar. Ach. 1036.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσοφάλαρος — ον, ΜΑ (για ίππους) αυτός που έχει χρυσά φάλαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «τμήμα τής σκευής αλόγου»), πρβλ. χαλκο φάλαρος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοφάλαρος — ον, Α διακοσμημένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «κοσμήματα τής περικεφαλαίας»), πρβλ. ἀργυρο φάλαρος, χρυσο φάλαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”