- χαλκο-φανής
χαλκο-φανής, ές, vom Ansehen des Erzes oder Kupfers (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-φανής, ές, vom Ansehen des Erzes oder Kupfers (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδοφανής — μολυβδοφανής, ές (Α) αυτός που έχει όψη μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, χαλκο φανής] … Dictionary of Greek
νεβροφανής — νεβροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. μολυβδο φανής, χαλκο φανής] … Dictionary of Greek
χιονοφανής — ές, Μ χιονόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + φανής (< φαίνω), πρβλ. κρυσταλλο φανής, χαλκο φανής] … Dictionary of Greek
υαλοφανής — ές, Ν 1. υαλοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ο υαλοφανής (ορυκτ.) άχρωμο, λευκό ή κίτρινο ορυκτό τού καλίου και τού βαρίου, με υαλώδη λάμψη, που ανήκει στην ομάδα τών αστρίων και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φανής (<… … Dictionary of Greek