χαλκο-χίτων

χαλκο-χίτων

χαλκο-χίτων, ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηροχίτων — κηροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • κισσοχίτων — κισσοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ντυμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χίτων (< χιτών, πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • λινοχίτων — λινοχίτων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που φορά λινό χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • λυσιχίτων — λυσιχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιο χίτων, χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • ρυπαροχίτων — ωνος, ὁ, Μ αυτός που φορεί λερωμένο, βρόμικο χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φοράει σιδερένιο χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χαλκο χίτων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”