- χαλκεό-γομφος
χαλκεό-γομφος, mit ehernen Nägeln befestigt, verbunden, Simonids. 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεό-γομφος, mit ehernen Nägeln befestigt, verbunden, Simonids. 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίγομφος — καλλίγομφος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίους γόμφους, ωραία καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γομφος (< γόμφος «καρφί»), πρβλ. κροτησί γομφος, χαλκεό γομφος] … Dictionary of Greek
χαλκεόγομφος — ον, Α στερεωμένος ή διακοσμημένος με χάλκινα καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + γόμφος «καρφί» (πρβλ. πολύ γομφος)] … Dictionary of Greek