- χαλκεό-μιτος
χαλκεό-μιτος, mit Fäden von Erz, Tzetz. A. H. 28 [der ι lang gebraucht].
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεό-μιτος, mit Fäden von Erz, Tzetz. A. H. 28 [der ι lang gebraucht].
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεόμιτος — ον, Μ αυτός που έχει χάλκινους μίτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + μίτος (πρβλ. λεπτό μιτος). Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε χαλκεομίτρας] … Dictionary of Greek