- χαλκεό-νωτος
χαλκεό-νωτος, mit ehernem od. kupfernem Rücken, κύμβαλα Nonn. D. 10, 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεό-νωτος, mit ehernem od. kupfernem Rücken, κύμβαλα Nonn. D. 10, 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek