- χαλκεό-φωνος
χαλκεό-φωνος, mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεό-φωνος, mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαριτόφωνος — ον, Α αυτός που έχει γοητευτική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό φωνος, χαλκεό φωνος] … Dictionary of Greek
χαλκεόφωνος — και χαλκόφωνος, ον, Α αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό φωνος, κακό φωνος] … Dictionary of Greek