- χαλυβδικός
χαλυβδικός, = χαλυβικός; Eur. Heracl. 162; Lycophr. 1109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλυβδικός, = χαλυβικός; Eur. Heracl. 162; Lycophr. 1109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χαλυβδικός — Chalybian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλυβδικός — και δ. γρφ. χαλυβικός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες 2. χαλύβδινος 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ επίδραση τού μολυβδικός] … Dictionary of Greek
Χαλυβδικόν — Χαλυβδικός Chalybian masc acc sg Χαλυβδικός Chalybian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλυβδικοῦ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλυβδική — Χαλυβδικός Chalybian fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλυβδικῷ — Χαλυβδικός Chalybian masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλυβηΐς — ΐδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού χαλυβδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ηΐς (πρβλ. κεραμ ηΐς, ποταμ ηΐς)] … Dictionary of Greek
χαλυβικός — ή, όν, Α βλ. χαλυβδικός … Dictionary of Greek
χαλύβινος — ον, Α 1. χαλυβδικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλύβινος η χώρα τών Χαλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
Χαλυβδικάς — Χαλυβδικά̱ς , Χαλυβδικός Chalybian fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)