χαλυβηΐς, ΐδος, bes. poet. fem. zu χαλυβικός, Maxim. v. 302.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλυβηΐς — ΐδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού χαλυβδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος + κατάλ. ηΐς (πρβλ. κεραμ ηΐς, ποταμ ηΐς)] … Dictionary of Greek
χαλυβηίδα — χαλυβηίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)