- χαλυβικός
χαλυβικός, stählern, στόμωμα Cratin. bei Poll. 7, 107 u. 10, 186, Bekker χαλυβδικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλυβικός, stählern, στόμωμα Cratin. bei Poll. 7, 107 u. 10, 186, Bekker χαλυβδικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χαλυβικός — Chalybian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλυβικός — ή, όν, Α βλ. χαλυβδικός … Dictionary of Greek
Χαλυβικόν — Χαλυβικός Chalybian masc acc sg Χαλυβικός Chalybian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλυβικοῦ — Χαλυβικός Chalybian masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλυβική — Χαλυβικός Chalybian fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλυβικήν — Χαλυβικός Chalybian fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλυβδικός — και δ. γρφ. χαλυβικός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες 2. χαλύβδινος 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλυβδικός ο χάλυβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυψ, υβος. Ο τ. χαλυβδικός κατ επίδραση τού μολυβδικός] … Dictionary of Greek