χελύσκιον, τό, ein kleiner Husten, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελύσκιον — και χελίσκιον, τὸ, Α ελαφρός βήχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς «χελώνα» + υποκορ. κατάλ. (ί)σκιον (< ίσκος*). Για τη σημ. πρβλ. χελύσσω «βήχω»] … Dictionary of Greek
χελίσκιον — τὸ, Α βλ. χελύσκιον … Dictionary of Greek