- χελύω
χελύω, ion. = χελύσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελύω, ion. = χελύσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέλους — Α (κατά τον Ησύχ.) «μουσικὸν ὄργανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χέλυς «χελώνα, λύρα». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χελύσσω: χελούσσω, χελύω: χελούω] … Dictionary of Greek
χελούω — Α (κατά τον Ησύχ.) βήχω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω] … Dictionary of Greek