- χελύσσω
χελύσσω u. poet. χελλύσσω, Lycophr. 727; gew. als dep. med. χελύσσομαι, att. -ύττομαι, fut. χελλύσομαι, Nic. Al. 81; aus der Brust (χέλυς) schwer aufhusten u. auswerfen, Hippocr.; übh. auswerfen, ausspeien.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελύσσω u. poet. χελλύσσω, Lycophr. 727; gew. als dep. med. χελύσσομαι, att. -ύττομαι, fut. χελλύσομαι, Nic. Al. 81; aus der Brust (χέλυς) schwer aufhusten u. auswerfen, Hippocr.; übh. auswerfen, ausspeien.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελύσσω — και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α 1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη 2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό τού λ για … Dictionary of Greek
χέλους — Α (κατά τον Ησύχ.) «μουσικὸν ὄργανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χέλυς «χελώνα, λύρα». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χελύσσω: χελούσσω, χελύω: χελούω] … Dictionary of Greek
χέλυσμα — το, ΝΑ [χελύσσω] πρόσθετη τρόπιδα που προφυλάσσει την κανονική τρόπιδα σε αβαθή νερά, κν. σήμερα κοντρακαρίνα … Dictionary of Greek
χελλύσσω — Α βλ. χελύσσω … Dictionary of Greek
χελούσσω — Α βλ. χελύσσω … Dictionary of Greek
χελούω — Α (κατά τον Ησύχ.) βήχω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω] … Dictionary of Greek
χελύσκιον — και χελίσκιον, τὸ, Α ελαφρός βήχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς «χελώνα» + υποκορ. κατάλ. (ί)σκιον (< ίσκος*). Για τη σημ. πρβλ. χελύσσω «βήχω»] … Dictionary of Greek
χελύτις — ύτιδος, ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χελύττω, δωρ. τ. τού χελύσσω «βήχω» + κατάλ. ις, ιδος] … Dictionary of Greek