- χαρακίας
χαρακίας, ὁ, zum Pfahl, Zaun oder Wall gehörig, dazu geschickt, κάλαμος, τιϑύμαλος, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακίας, ὁ, zum Pfahl, Zaun oder Wall gehörig, dazu geschickt, κάλαμος, τιϑύμαλος, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακίας — χαρακίᾱς , χαρακίας of masc acc pl χαρακίᾱς , χαρακίας of masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακίας — ὁ, ΜΑ μσν. είδος ψαριού αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης 2. το φυτό τιθύμαλλος*, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
χαρακίαι — χαρακίας of masc nom/voc pl χαρακίᾱͅ , χαρακίας of masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακίαν — χαρακίᾱν , χαρακίας of masc acc sg (attic epic doric aeolic) χαρακίας of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek
τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί … Dictionary of Greek
χαρακίτης — και χαρακείτης, ὁ, Α 1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους 2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει 3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» το φυτό τιθύμαλλος*, χαρακιάς* (Αφρικαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος… … Dictionary of Greek
χαρακίου — χαράκιον tessera neut gen sg χαρακίας of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)