- χαρακίτης
χαρακίτης, ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακίτης, ὁ, βιβλιακός, der Bücher kratzt, Bücherschmierer, Timon Phlias. 36 bei Ath. I, 22 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρακίτης — και χαρακείτης, ὁ, Α 1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους 2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει 3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» το φυτό τιθύμαλλος*, χαρακιάς* (Αφρικαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος… … Dictionary of Greek
χαρακῖται — χαρακίτης living behind a fence masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χαράκις — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τιθύμαλλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος + κατάλ. θηλ. ις, εως (πρβλ. πόλ ις), πρβλ. και χαρακίτης] … Dictionary of Greek
χαρακείτης — ὁ, Α βλ. χαρακίτης … Dictionary of Greek
χαρακίται — χαρακί̱τᾱͅ , χαρακίτης living behind a fence masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακίτην — χαρακί̱την , χαρακίτης living behind a fence masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακίτου — χαρακί̱του , χαρακίτης living behind a fence masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)