- χαριέντισμα
χαριέντισμα, τό, ein Scherz, Witz, witziger Einfall, Schol. Ar. Ach. 380.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριέντισμα, τό, ein Scherz, Witz, witziger Einfall, Schol. Ar. Ach. 380.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριέντισμα — το, ΝΜΑ [χαριεντίζομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαριεντίζομαι … Dictionary of Greek
χαριεντισμάτων — χαριέντισμα witty saying neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντίσματα — χαριέντισμα witty saying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντίσματος — χαριέντισμα witty saying neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντολόγημα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαριεντολογώ, χαριέντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαριεντολογώ. Η λ., στον πληθ. χαριεντολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek