χαριέντως

χαριέντως

χαριέντως, adv. von χαρίεις, anmuthig, scherzhaft, geistreich, allerliebst; πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 344 b, vgl. Polit. 300 b Phaed. 87 a, auch ironisch; – gutmüthig, ἀμύνεσϑαι Isocr. 5, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαριέντως — ΝΜΑ επίρρ. βλ.χαρίεις …   Dictionary of Greek

  • χαριέντως — χαρίεις graceful indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίεις — εσσα, εν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …   Dictionary of Greek

  • σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”