χαρακτός

χαρακτός

χαρακτός, adj. verb. von χαράσσω, 1) eingegraben, eingeschnitten, eingeprägt. – 2) mit Einschnitten versehen, gezackt, gezähnt, ῥίναι, Leon. Tar. 4 (VI, 205).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρακτός — notched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτός — ή, ό / χαρακτός, ή, όν, ΝΑ, και χαραχτός, ή, ό, Ν [χαράσσω] αυτός που έχει εγκοπές, εντομές, ο χαραγμένος νεοελλ. αυτός που γίνεται με χάραξη («χαρακτές βεντούζες» οι κοφτές βεντούζες) …   Dictionary of Greek

  • χαρακταί — χαρακτός notched fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτῷ — χαρακτός notched masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχάρακτος — εὐχάρακτος, ον (Α) (για νομίσματα) αυτός που έχει καθαρή, σαφή χάραξη, καλή εκτύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. απαρα χάρακτος, δι χάρακτος] …   Dictionary of Greek

  • θεοχάρακτος — η, ο (AM θεοχάρακτος, ον) ο χαραγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. α παρα χάρακτος, εν χάρακτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυχάρακτος — ον, Α αυτός που είναι ποικίλως χαραγμένος, με πολλά σχήματα ή μορφές («πολυχάρακτον μόρφωμα», Σεκούνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. νεο χάρακτος] …   Dictionary of Greek

  • τριχάρακτος — ον, ΜΑ χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι χάρακτος] …   Dictionary of Greek

  • χερουβικοχάρακτος — ον, Μ χαραγμένος από τα χερουβίμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερουβικός + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. νεο χάρακτος] …   Dictionary of Greek

  • κακοχάρακτος — η, ο 1. (για νομίσματα, γλυπτές διακοσμήσεις κ.λπ.) αυτός που έχει χαραχθεί άσχημα, κακοχαραγμένος 2. (για δρόμους) αυτός που έχει χαραχθεί εσφαλμένα, που δεν πέρασε από εκεί που έπρεπε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + χαρακτός (<… …   Dictionary of Greek

  • κολαπτός — ή, ό (AM κολαπτός, ή, όν) [κολάπτω] αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος αρχ. φρ. «κολαπτὸν γράμμα» η επιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”