- χαριτ-ώπης
χαριτ-ώπης, ὁ, von anmuthigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτ-ώπης, ὁ, von anmuthigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] … Dictionary of Greek