- χαριτία
χαριτία, ἡ, Scherz, Spaß, Xen. Cyr. 2, 2,13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτία, ἡ, Scherz, Spaß, Xen. Cyr. 2, 2,13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτία — χαριτίᾱ , χαριτία jest fem nom/voc/acc dual χαριτίᾱ , χαριτία jest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτία — ἡ, Α [χάρις, ιτος] χαριεντισμός, πείραγμα … Dictionary of Greek
χαριτίαν — χαριτίᾱν , χαριτία jest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek