- χαριτήσια
χαριτήσια, τά, sc. ἱερά, Fest der Chariten, s. Böckh Ath. Staatshaush. II p. 357. 359. – Auch χαρίσια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριτήσια, τά, sc. ἱερά, Fest der Chariten, s. Böckh Ath. Staatshaush. II p. 357. 359. – Auch χαρίσια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Χαριτήσια — thank offering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτήσια — Αρχαία ελληνική γιορτή. Bλ. λ. Σκριπούς μονή. * * * και χαριτείσια, τὰ, Α βλ. χαριτήσιος … Dictionary of Greek
χαριτήσια — χαριτήσιον thank offering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Харитесии — (Χαριτήσια) в Беотийском Орхомене празднество в честь Харит, восходившее к отдаленной древности и привлекавшее еще в эпоху диадохов множество посетителей. На X., между прочим, устраивались музыкальные состязания, факт, объясняющийся символической … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χαριτησίων — Χαριτήσια thank offering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκριπούς, μονή — Μοναστήρι που βρίσκεται κοντά στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 847. Σώζεται σήμερα το καθολικό του, που τιμάται στο όνομά της Κοίμησης της Θεοτόκου και θεωρείται αξιόλογο χριστιανικό μνημείο της Ν. Ελλάδας. Ο ναός, που είναι… … Dictionary of Greek
χαρίσιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρήτορας από την Αττική του 4ου αι., σύγχρονος του Δημητρίου του Φαληρέα. 2. Ρωμαίος νομομαθής του 4ου αι. Έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έγραψε: De muneribus civilibus, De testibus και De officio… … Dictionary of Greek
χαριτήσιος — ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον α) ευχαριστήρια προσφορά β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια γιορτή… … Dictionary of Greek