χόος [2]

χόος [2]

χόος, , gew. zsgzgn χοῦς, regelmäßig nach βοῦς gehend, χοός, χοΐ u. s. w., – Schutt, aufgegrabene, aufgeworfene, aufgeschüttete Erde; ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχϑείς Her. 1, 150. 7, 23; auch angeschwemmte, angeschlemmte Erde, Theophr. Bei Strab. 12, 8,17 (p. 579) auch als fem. – Bei Nic. Ther. 103 soll ἡ χοῦς = σταγών sein und ausgepreßtes Rosenöl bedeuten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χόος — ὁ, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. χοῡς (Ι) …   Dictionary of Greek

  • χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόος — χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροχόος — ο 1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα 2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο» ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο χόος, υδρο χόος] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] …   Dictionary of Greek

  • σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοχόος — ον, ΜΑ (για μήνα ή εποχή) αυτός που κάνει τα φύλλα τών δένδρων να πέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος, χρυσο χόος] …   Dictionary of Greek

  • λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… …   Dictionary of Greek

  • οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …   Dictionary of Greek

  • ρινοχόος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + χόος (< χέω), πρβλ. οινο χόος] …   Dictionary of Greek

  • τετράχους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες μσν. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν ποσότητα τεσσάρων χοών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοῦς / χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά χους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”