χόλιξ

χόλιξ

χόλιξ, ικος, ἡ, später auch , s. Lob. Phryn. 310 u. Moeris; gew. im plur. χόλικες, die Eingeweide, Gedärme, Kaldaunen; ἑφϑαί Ar. Equ. 1175 Vesp 1144 Pax 701; χόλικες βοός Pherecrat. bei Ath VI, 269 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χόλιξ — guts fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • χολίκων — χόλιξ guts fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικα — χόλιξ guts fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικας — χόλιξ guts fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικες — χόλιξ guts fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικι — χόλιξ guts fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλικος — χόλιξ guts fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόλιξι — χόλιξ guts fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολίκιον — τὸ, Α [χόλιξ, ικος] υποκορ. τού χόλιξ …   Dictionary of Greek

  • άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”