χόος

χόος

χόος, , gew. zsgzgn χοῦς, theils nach der 3. Declination wie βοῦς declinirt, χοός, χοΐ, plur. χόες, χουσί, χόας, od. wie von χοεύς nach der att, Declination, χοῶς, acc. χοᾶ u. plur. χοᾶς, welche Formen für besser att. gelten; aber χοεῖ u. χοεῖς od. χοῆς scheint nicht vorzukommen; – ein Maaß für flüssige Dinge, = 12 κοτύλαι od. 6 sextarii; ἓξ χόας οἴνου αἴρων Nicarch. 22 (XI, 1); comic. oft; – auch übh. ein Maaß, sprichwörtlich χόες ϑαλάττης, von den Versuchen, Unermeßliches zu messen, Hds, zu Plat. Theaet. 173 d. – In Athen sind οἱ χόες eigtl. das Kannenfest, der zweite Tag der Anthesterien, Ar. Ach. 961. 1076.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χόος — ὁ, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. χοῡς (Ι) …   Dictionary of Greek

  • χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόος — χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπροχόος — ο 1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα 2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο» ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο χόος, υδρο χόος] …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] …   Dictionary of Greek

  • σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοχόος — ον, ΜΑ (για μήνα ή εποχή) αυτός που κάνει τα φύλλα τών δένδρων να πέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος, χρυσο χόος] …   Dictionary of Greek

  • λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… …   Dictionary of Greek

  • οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …   Dictionary of Greek

  • ρινοχόος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + χόος (< χέω), πρβλ. οινο χόος] …   Dictionary of Greek

  • τετράχους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες μσν. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν ποσότητα τεσσάρων χοών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοῦς / χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά χους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”