χόνος

χόνος

χόνος od. χόννος, ὁ, ein kupferner Becher, bei den Kretern, Ath. XI, 502 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χόνος — η, ΝΜΑ μυθ. θεοποιημένη προσωποποίηση τής τιμής, κυρίως ως μίας πολεμικής αρετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. honos, oris, άλλο τ. τού honor, oris «τιμή»] …   Dictionary of Greek

  • χόννος — και, κατά τον Ησύχ., χόνος, ὁ, Α (κρητική λέξη) είδος χάλκινου ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος θα μπορούσε πιθ. να ενταχθεί στην οικογένεια τού ρ. χέω* (πρβλ. χόανος, χῶνος), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”