- χόανον
χόανον, τό, zsgzgn χῶνον, = χόανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χόανον, τό, zsgzgn χῶνον, = χόανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χόανον — και χῶνον, τὸ, Α χοάνη, χωνευτήριο για τήξη μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χοάνη /χώνη με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χόανον — χόανος hollow in which metal was placed for melting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώνον — τὸ, Α βλ. χόανον … Dictionary of Greek