- χωστρίς
χωστρίς, ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωστρίς, ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωστρίς — filling up the ditch of a town fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ (κυρίως σε συνεκφορά με τη λ. χελώνη) είδος παραπήγματος κατάλληλου για την προστασία πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν επιχωμάτωση τάφρου εχθρικού οχυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώννυμι + επίθημα τρίς (πρβλ. ζωσ τρίς)] … Dictionary of Greek
χωστρίδα — χωστρίς filling up the ditch of a town fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδας — χωστρίς filling up the ditch of a town fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδες — χωστρίς filling up the ditch of a town fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδος — χωστρίς filling up the ditch of a town fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίδων — χωστρίς filling up the ditch of a town fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωστρίσι — χωστρίς filling up the ditch of a town fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek