- χωρῑτικός
χωρῑτικός, dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆϑος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρῑτικός, dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆϑος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωριτικός — ή, όν, Α [χωρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός 2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» χωρικός (Αιλ.). επίρρ... χωριτικῶς Α όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς … Dictionary of Greek
χωριτικός — χωρῑτικός , χωριτικός of country folk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικῶν — χωρῑτικῶν , χωριτικός of country folk fem gen pl χωρῑτικῶν , χωριτικός of country folk masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικόν — χωρῑτικόν , χωριτικός of country folk masc acc sg χωρῑτικόν , χωριτικός of country folk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικώς — Α επίρρ. βλ. χωριτικός … Dictionary of Greek
χωριτικαῖς — χωρῑτικαῖς , χωριτικός of country folk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικοῖς — χωρῑτικοῖς , χωριτικός of country folk masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικοί — χωρῑτικοί , χωριτικός of country folk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικῇ — χωρῑτικῇ , χωριτικός of country folk fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτική — χωρῑτική , χωριτικός of country folk fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριτικήν — χωρῑτικήν , χωριτικός of country folk fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)